Dictionary of Greek. 2013.
επίνεψις — ἐπίνεψις, ἡ (Α) [επινέφω] συννέφιασμα, συννεφιά … Dictionary of Greek
νέφωμα — το (Μ νέφωμα) [νεφούμαι] συννέφιασμα … Dictionary of Greek